Μια απόφαση – ορόσημο, η οποία μένει να φανεί, αν θα δημιουργήσει προηγούμενο όσον αφορά αντίστοιχες υποθέσεις, έλαβε χθες το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. Το Δικαστήριο πρακτικά δικαιώνει τον τεχνολογικό κολοσσό της Apple στη διαμάχη του με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποφαινόμενο ότι η τελευταία δεν κατάφερε να αποδείξει ότι δόθηκε φορολογικό πλεονέκτημα στον αμερικάνικο όμιλο τεχνολογίας από την ιρλανδική κυβέρνηση σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το δημοσίευμα του SEPE.
Η Apple δικαιώνεται δικαστικά στη μάχη με την Ε.Ε. για τις φορολογικές “διευκολύνσεις” της Ιρλανδίας προς τον τεχνολογικό κολοσσόΗ Επιτροπή, τον Αύγουστο του 2016, είχε αποφανθεί ότι η Ιρλανδία χορήγησε παράνομα φορολογικά οφέλη στην Apple, ζητώντας από την ιρλανδική κυβέρνηση να ανακτήσει €13 δισ. από μη καταβληθέντες φόρους. Η εν λόγω απόφαση είχε ληφθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών της Ένωσης να αποτρέψει φορολογικές συμφωνίες μεταξύ πολυεθνικών και χωρών – μελών της Ε.Ε. Τόσο η ιρλανδική κυβέρνηση, όσο και η Apple, προσέφυγαν εναντίον της απόφασης, με την τελευταία να δικαιώνεται χθες από το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε.
Η έρευνα της Επιτροπής είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ιρλανδία επέτρεψε στην Apple να πληρώσει “σημαντικά λιγότερους φόρους από άλλες επιχειρήσεις για πολλά χρόνια”, καταβάλλοντας φορολογικό συντελεστή 1% επί των κερδών της στην Ευρώπη το 2003, το οποίο μειώθηκε στο 0,005% το 2014.
Χθες, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να καταργήσει την αμφισβητούμενη απόφαση με το σκεπτικό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή “δεν κατόρθωσε να αποδείξει επαρκώς κατά το νόμο ότι υπήρχε πλεονέκτημα, για τους σκοπούς του Άρθρου 107 (1) της TFEU1”. Η Επιτροπή, πάντως, ξεκαθάρισε χθες ότι θα συνεχίσει να εξετάζει τα μέτρα επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού στο πλαίσιο των κανόνων της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις, για να αξιολογήσει κατά πόσον οδηγούν σε παράνομες κρατικές ενισχύσεις.
Σύμφωνα δε με την πάγια τακτική, η Επιτροπή δεν αποκλείεται να κινηθεί εναντίον της απόφασης του πρωτοβάθμιου οργάνου, προσφεύγοντας στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης.
Αντιδράσεις
“Η σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ακυρώνει την απόφαση, που εξέδωσε η Επιτροπή τον Αύγουστο του 2016, σύμφωνα με την οποία η Ιρλανδία χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στην Apple μέσω επιλεκτικών φορολογικών ελαφρύνσεων. Θα μελετήσουμε προσεκτικά την απόφαση του Δικαστηρίου και θα εξετάσουμε πιθανά επόμενα βήματα”, σχολίασε η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος, κυρία Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, αναφερόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπόθεσης φορολογικών κρατικών ενισχύσεων της Apple στην Ιρλανδία.
Όπως εξήγησε η ίδια, η εισήγηση της Επιτροπής αφορούσε δύο φορολογικές αποφάσεις, που εξέδωσε η Ιρλανδία σχετικά με την Apple, οι οποίες προσδιόριζαν το φορολογητέο κέρδος των δύο ιρλανδικών θυγατρικών της στην Ιρλανδία μεταξύ των ετών 1991 και 2015.
Ως αποτέλεσμα των αποφάσεων, για παράδειγμα, το 2011, η ιρλανδική θυγατρική της Apple κατέγραψε ευρωπαϊκά κέρδη ύψους $22 δισ. (περίπου €16 δισ.), αλλά βάσει των όρων της φορολογικής απόφασης, μόνο ποσό περίπου €50 εκατ. θεωρήθηκε φορολογητέο στην Ιρλανδία.
“Η Επιτροπή είναι προσηλωμένη στον στόχο όλες οι εταιρείες να καταβάλλουν το μερίδιο φόρων, που τους αναλογεί. Η παροχή από τα κράτη – μέλη σε ορισμένες πολυεθνικές φορολογικών πλεονεκτημάτων, που δεν είναι διαθέσιμα στους ανταγωνιστές τους, βλάπτει τον θεμιτό ανταγωνισμό στην Ε.Ε. Στερεί, επίσης, από τα δημόσια ταμεία και από τους πολίτες πόρους, που είναι απαραίτητοι για επενδύσεις, οι οποίες είναι ακόμη πιο αναγκαίες σε καιρούς κρίσης”, σημείωσε η Αντιπρόεδρος.
Θύμισε δε ότι σε προηγούμενες αποφάσεις σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της Fiat στο Λουξεμβούργο και της Starbucks στις Κάτω Χώρες, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, ενώ τα κράτη – μέλη έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό της νομοθεσίας τους σχετικά με την άμεση φορολογία, πρέπει να την ασκούν σύμφωνα με το δίκαιο της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή, αξιολογώντας κατά πόσον ένα μέτρο είναι επιλεκτικό και κατά πόσον οι συναλλαγές μεταξύ εταιρειών του ιδίου ομίλου δημιουργούν πλεονέκτημα βάσει των κανόνων της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις, σύμφωνα με τη λεγόμενη “προσέγγιση ίσων αποστάσεων”.