Τα άρθρα μας αφορούν 99% την τεχνολογία και συγκεκριμένα την Apple. Ειδήσεις, φήμες, reviews, οδηγοί και πολλά ακόμη αποτελούν το καθημερινό περιεχόμενο που σας προσφέρουμε προς κατανάλωση. Αυτή την φορά θέλω προσωπικά να σας προσφέρω κάτι άλλο. Μια ιστορία φαντασίας, μια ιστορία που πολύ θα ήθελα όμως να είχε βγει αληθινή….
Πριν συνεχίστε την ανάγνωση αυτού του άρθρου – ιστορίας να τονίσουμε πως η γλώσσα του κειμένου είναι σκληρή. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά – ναι μια τελείως διαφορετική αρθρογραφία αλλά είναι μια ανάγκη που μου δημιουργήθηκε μετά τον άδικο χαμό του Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Ώρα 17.00. Κοιτάω και ξανακοιτάω το ρολόι μου, σε 2 ώρες θα συναντήσω τον Γιάννη και τον Πέτρο, είναι σαν να ακούω από τώρα τις φωνές τους να αντηχούν στον δρόμο για την καφετέρια “Τι έγινε ρε μαλάκα πήδηξες χθες ή πάλι ήσουν με το πουλί στο χέρι. Ρε μπας και είσαι πούστης και δεν το έχεις καταλάβει;”
Τα λόγια τους όσες φορές και αν τα έχω ακούσει με πονάνε και με πληγώνουν το ίδιο, πολύ περισσότερο από τις σφαλιάρες και τις κλοτσιές που τα συνοδεύουν κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους και με χτυπάνε στο ίδιο ευαίσθητο σημείο μου.
Ώρα 17.30. Χαμένος στην σκέψη μου γυρνάω στον ήχο μηνύματος του κινητού μου “Μαμάκια 19.00 για καφέ στο κλασικό μέρος μην αργήσεις γιατί θα σε φασκελώσουμε πάλι” γράφει. Αυτό ήταν, η οργή ξεχειλίζει από μέσα μου για ακόμη μια φορά δεν ξέρω όμως πως να την εξωτερικεύσω, δεν μου το έμαθε ποτέ κανείς και ποτέ κανείς δεν μου είπε ή έδειξε τι κάνει κάποιος σε αυτή την περίπτωση. Σηκώνομαι όρθιος και αμήχανα πιάνω τα κλειδιά του δωματίου μου. Θέλω να φύγω, θέλω να ξεφύγω από όλα και όλους, θέλω να είμαι ελεύθερος, θέλω αλλά δεν μπορώ.
Ώρα 17.45. Η κόρνα του αυτοκινήτου που πέρασε δίπλα μου με κάνει να συνειδητοποιήσω πως έχω βγει έξω και περπατάω στον δρόμο. Ο καθαρός αέρας και μια βόλτα ίσως μου έδινε για ακόμη μια φορά κουράγιο, ένα κουράγιο που δεν το πήρα ούτε από φίλους, ούτε από γονείς ούτε και από κανέναν. Σκέφτομαι πόσοι κάθε φορά με διαβάζαν με τα ματιά τους, άλλοι για να γυρίσουν στον διπλανό τους και να αρχίσουν να γελάνε και άλλοι για να σχολιάσουν. Κανένας τους όμως για να αναρωτηθεί το πως και το γιατί; Ίσως τελικά να έχουν δικαίο που με φωνάζουν μαλάκα, μήπως και εγώ έτσι δεν με αποκαλώ κάθε φορά που τρομαγμένος και λυπημένος πέφτω στο κρεβάτι;
Ώρα 18.30. Έχω αράξει δίπλα στο ποτάμι. Η ησυχία κάνει την κραυγή της ψυχής μου να αντηχεί στα αυτιά μου. Σας σιχάθηκα όλους! Σας σιχάθηκα και πάνω από όλα κουράστηκα. Κουράστηκα να με σχολιάζετε, κουράστηκα να με βρίζετε και γελάτε μαζί μου, κουράστηκα να με χτυπάτε και να βγάζετε πάνω μου τα κόμπλεξ της δικιάς σας ζωής. ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ!!!!!! Για μια στιγμή γυρνάω το βλέμμα μου πάνω στον ουρανό…. Και με εσένα κουράστηκα. Τι κάνεις για όλα αυτά που βλέπεις;;…Νομίζεις πως το μεγαλύτερο βασανιστήριο σου ήταν η σταύρωση; Εμένα με σταυρώνουν κάθε μέρα και ποτέ δεν ανασταίνομε. Άντε γαμηθείτε όλοι λοιπόν…..
Ώρα 18.40. Σκέφτομαι τους γονείς μου, τι να πω και σε αυτούς…. μια ζωή δουλεύουν για να μεγαλώσουν ένα κλόουν; Που να ήξεραν τι καμάρι είναι ο γιος τους. Τι να τους πω…. Χρόνια τώρα κάθε φορά για να μην καταλάβουν τίποτα φοράω την μάσκα του ήρεμου και απόμακρου γιου πριν τους αντικρίσω. Φοβάμαι να τους κοιτάξω στα μάτια, φοβάμαι πως αν διασταυρωθούν τα βλέμματα μας η μάσκα θα σπάσει και θα δουν τι κρύβω…. Ευτυχώς τα προβλήματα της ζωής τους δεν τους δίνουν την ευκαιρία να αντιληφθούν πολλά…. Ευτυχώς; Δεν ξέρω ειλικρινά, η γνώριμη πλέον κραυγή της ψυχής μου για ακόμη μια φορά με πνίγει και με κάνει να θέλω να ουρλιάξω.
Ώρα 18.50. Έχει νυχτώσει πλέον, εδώ που είμαι έχει ησυχία, ακούω το νερό, τα φύλλα που θροΐζουν….. Το χέρι μου αμήχανα τα τελευταία λεπτά παίζει με το σουγιά που μου είχε δώσει ο πατέρας μου σε μια οικογενειακή εκδρομή. Τον κράτησα και τον έχω μαζί μου για παραπάνω από έναν λόγους αλλά ποτέ δεν το χρησιμοποίησα γιατί φοβόμουν…… Φτάνει πια όμως…. σηκώνομαι όρθιος ενώ αισθάνομαι το αίμα στις φλέβες μου να βράζει…. Θα δώσω ένα τέλος, ναι αυτό θα είναι δική μου επιλογή και δική μου λύση… Χεσμένο και μαμούκαλο δεν με φωνάζατε μαλάκες; Να τώρα που θα κάνω κάτι που εσείς ποτέ δεν θα είχατε το θάρρος να κάνετε κωλόπαιδα… Σφίγγω τον σουγιά και τον φέρνω στις φλέβες μου….
Ώρα 18.51. “Συγνώμη, είναι κάποιος εκεί;” Γυρίζω αμήχανα κρατώντας ακόμη τον σουγιά στο χέρι μου, η φιγούρα από όπου προήλθε η φωνή κάνει μερικά βήματα πίσω και είναι έτοιμη να τρέξει…. “Στάσου δεν σε κατάλαβα τι θέλεις εδώ” ρωτάω χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται…. “Τίποτα, απλά χάλασε το μηχανάκι μου και ήθελα βοήθεια αλλά φεύγω”…. Κάνει μερικά βήματα πίσω ακόμη και πλέον ξεχωρίζω πως πρόκειται για μια νεαρή κοπέλα… “Μην φοβάσαι” τις λέω και πετάω τον σουγιά κάτω το ίδιο μηχανικά με τις απαντήσεις που της δίνω… Την πλησιάζω… Είναι τρομαγμένη και έτοιμη να τρέξει…. “Δεν θα σε πειράξω μην φοβάσαι”… “Με λένε Γιώργο εσένα”… “Μαρία” μου απαντάει και προσπαθεί να ακόμη να καταλάβει αν είμαι επικίνδυνος ή όχι. “Μισώ λεπτό να βγάλω τον φακό του κινητού μου για να σε βοηθήσω”…. Ανοίγω το κινητό μου, έχω ένα νέο μήνυμα το διαβάζω…. “Που είσαι ρε καθυστερημένο; Αν μας κάνεις να περιμένουμε θα τις φας πάλι”…. Αισθάνομαι ένα ρίγος…. Ανάβω τον φακό μου και πάω προς την Μαρία που πλέον μου χαμογελάει κάπως αμήχανα… Την βοηθώ να ξεκινήσει το μηχανάκι της…. “Σε ευχαριστώ πολύ, δεν θα ήξερα τι θα έκανα εδώ που με άφησε, πάλι καλά που βρέθηκες εδώ και με βοήθησες…” Η λέξη βοήθησες σε συνδυασμό με το χαμόγελο της για πρώτη φορά πνίγουν τον πόνο μου…. Εγώ βοήθησα κάποιον… εγώ που δεν μπορούσα να βοηθήσω τον εαυτό μου… “Θέλεις να σε πάω κάπου; έχει περάσει η ώρα και εδώ είναι ερημιά” μου λέει και μου κάνει νόημα να ανέβω….. “Μισώ λεπτό να στείλω ένα μήνυμα και ναι έρχομαι”…. Πιάνω το κινητό μου και γράφω… “Να πάτε να γαμηθείτε μαλάκες, μην με ξανά ενοχλήσετε γιατί θα σας γαμήσω κωλόπαιδα.”
Ώρα 19.20. Έχω γυρίσει στην εστία… ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έγινε τις τελευταίες δυόμισι ώρες… έχω το πρόσωπο της Μαρίας ακόμη σαν εικόνα στο μυαλό μου… Το κινητό μου για ακόμη μια φορά χτυπάει στην τσέπη μου… Το ανοίγω και κοιτάω… “Έλα ρε μαλάκα μια πλάκα κάναμε μην τρελαίνεσαι, αν θέλεις σε περιμένουμε για ποτό μετά” σκέφτομαι τι θα τους απαντήσω… “Κομμένες οι πλάκες και ξεχάστε με αρκετά σας ανέχτηκα” πατάω αποστολή και για πρώτη φορά μετά από καιρό πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελάει…Αν είναι να με φτάσουν στα όρια μου ξανά θα ξεσπάσω πάνω τους και όχι στον εαυτό μου δεν φοβάμαι πλέον κανένα…
Ώρα 19.30. Το κινητό μου χτυπάει ακόμη μια φορά, περιμένω να είναι οι ίδιοι αλλά κάνω λάθος, είναι η Μαρία στην άλλη άκρη της γραμμής… “Σε ευχαριστώ πολύ για όλα σήμερα, πραγματικά με βοήθησες γιατί φοβήθηκα πολύ εκεί στην ερημία, θα πάω στις 21.00 για μια μπίρα με τους φίλους μου θα ήθελα πολύ να έρθεις είμαστε μια πολύ ωραία παρέα”…. Χαμογελάω ενώ κοιτάω τον καθρέφτη… “Ναι ΟΚ θα ετοιμαστώ και θα έρθω” …. “Μην ανησυχείς θα σε πάρω εγώ με το μηχανάκι, τα λέμε σε λίγο” μου λέει και κλείνει. Συνεχίζω να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια δεν σκύβω το κεφάλι ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό…..
Ο Γιώργος στάθηκε τυχερός στην φανταστική ιστορία μου, Ο Βαγγέλης στην πραγματική ιστορία έχασε την ζωή του γιατί ο καθένας κοιτάει τον εαυτούλη του και γιατί σε πολλούς από εμάς μας μάθανε ή έχουμε μάθει τα κόμπλεξ μας να τα κρύβουμε ως προτερήματα και ιδεολογικές απόψεις και να τα επιβάλλουμε στους άλλους.
Θα κλείσω με το έξης:
Δεν θέλω να σώσω τον κόσμο
εγώ δεν πεθαίνω γι αυτά
μασάω μια τσίχλα με δυόσμο
τ’ αφήνω για λίγο μετά
αφήνω τα ζόρια γι’ αργότερα
τα φίδια να βγάλουν οι άλλοι
η τρύπα μου να ‘χει λιγότερα
να μη με πονάει το κεφάλι